- ψυχόρμητο
- το, Νορμέμφυτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ορμώ + κατάλ. -ητο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένστικτο — το έμφυτη εσωτερική παρόρμηση στους ανθρώπους και τα ζώα, που οδηγεί χωρίς τη συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης σε ενέργειες οι οποίες εξυπηρετούν τη συντήρηση στη ζωή και την αναπαραγωγή του είδους, το ορμέμφυτο, το ψυχόρμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)